ντοπιολαλιά

ντοπιολαλιά
lehçe, şive, yerel söyleyiş

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ντοπιολαλιά — η τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τοπική διάλεκτος (τραγούδια τών πολεμιστάδων σ όλες τις ντοπιολαλιές», Βάρναλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ντόπιος + λαλιά] …   Dictionary of Greek

  • ντοπιολαλιά — η τοπική γλωσσική διάλεκτος, γλωσσικό ιδίωμα, γλώσσα ιδιωματική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”